ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑVΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤOC ΤΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΗC RVΖΑΝΤΙΝΗC ΑΡΙCΤΟΚΡΑΤΙΑC ΚΑΙ ΚΑRΑΛΛΑΡΙΑC (ΙΠΠΟCVΝΗC). 27-3-2011

ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟV ΠΑΤΡΟC ΤΟV VΙΟV S ΤΟY AΓΙΟV ΠΝΕVΜΑΤΟC
ΤΗC ΑΓΙΑC S ΟΜΟΟVCΙΟV S ΠΡΟCΚVΝΗΤΗC ΤΡΙΑΔΟC ΤΟV ΕΝΟC S ΠΑΝΑΛΗΘΙΝΟV ΘΕΟV ΗΜΩΝ

 

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑVΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤOC ΤΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΗC RVΖΑΝΤΙΝΗC ΑΡΙCΤΟΚΡΑΤΙΑC ΚΑΙ ΚΑRΑΛΛΑΡΙΑC (ΙΠΠΟCVΝΗC).

Εισήγηση Χαριλάου, Πανυπερσεβάστου του Τάγματος της Ιεράς Συγκλήτου, Μαγίστρου των Θείων Βασιλικών Οφφικίων των Τάξεων του Ιερού Παλατίου, Αρχηγέτου του Θεοφυλάκτου Αρχαιογενούς Λαμπροτάτου Οίκου των Μεταξά, Πάτρωνος του Βασιλικού Τάγματος των Βουκελαρίων και Δικηγόρου, Μεταξά, υιού Αθανασίου του Ιατρίδη, στην Επιστημονική Ημερίδα που διοργάνωσε το «Στρατιωτικό και Νοσοκομειακό Τάγμα του Αγίου Λαζάρου» στον Ν.Ο.Ε. την 13-12-2008 με θέμα  «Ιπποτισμός και Ιπποτικά Τάγματα στην Ελλάδα. Παράδοση, Ιστορία και Σύγχρονη Ζωή».

 

Από τη σημερινή επιστημονική ημερίδα με θέμα «Ιπποτισμός και  Ιπποτικά Τάγματα στην Ελλάδα» δεν θα μπορούσε να λείψει μια αναφορά στα Ελληνικά Ιπποτικά Τάγματα του Μεσαίωνος, κάποια από τα οποία αποτέλεσαν το πρότυπο ιδίως των μεταγενεστέρων ιεροπολεμικών Ιπποτικών Ταγμάτων της Δύσεως.

Ενώ όμως για τα τελευταία είναι ευρέως γνωστά τα κριτήρια εκείνα τα οποία σχετίζονται με την αυθεντικότητά τους και υπάρχουν σχετικοί φορείς πιστοποιήσεώς της, εντούτοις, όσον αφορά τα αντίστοιχα ημεδαπά, σε γενικές γραμμές επικρατεί σύγχυση ως προς το τι ακριβώς χαρακτηρίζει την αυθεντικότητα ενός Ελληνικού Ιπποτικού Τάγματος του μεσαίωνος, δηλ. ενός Βυζαντινού Καβαλλαρικού Τάγματος.

Ως επί το πλείστον εκλαμβάνονται λανθασμένα ως οιονεί Ιπποτικά Τάγματα είτε ορισμένες οργανώσεις που λειτουργούν κατά τα πρότυπα των πολυαρίθμων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που θεμελίωσαν Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και Αυγούστες (όπως π.χ. του «Αντιφωνητού», του «Μυρελαίου», του «Ορφανοτροφείου» κλπ), είτε ορισμένες Ελληνορθόδοξες Αδελφότητες του μεσαίωνος (όπως π.χ. των Κοπιατών, των Ασκητηρίων, των Φιλοπόνων, των Σπουδαίων, των Αποκτιτών, των Στουδιτών κλπ) μια εκ των οποίων μάλιστα αναβιώνει στις ημέρες μας αναβαθμισμένη ως Πατριαρχική Τάξις[1].

Πιθανώς η σύγχυσή αυτού του είδους οργανώσεων με τα αυθεντικά Βυζαντινά Καβαλλαρικά Τάγματα να οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένες συνήθιζαν να αυτοαποκαλούνταν μεν «Τάγματα», χωρίς βεβαίως να είναι, καθώς και στις σύγχρονες νοσταλγικές και ρομαντικές εικασίες ότι τέτοιου είδους Αδελφότητες θα έπρεπε να ακολουθούν πρακτικές κάποιας υποτυπώδους εθιμοτυπίας ή ότι ίσως θα μπορούσαν να ασπάζονται ορισμένες ηθικές αρχές και αλληλέγγυα ιδεώδη των αυθεντικών Καβαλλαρικών Ταγμάτων της Αυτοκρατορίας.

Στην πραγματικότητα όμως, από πηγές εκείνης της εποχής, προκύπτει αναμφισβητήτως ότι τα μέλη αυτών των Αδελφοτήτων, προερχόμενα από τα λαϊκά στρώματα της τάξεως των Πληβείων, όχι μόνο δεν είχαν την αρμοδιότητα, αλλά ούτε καν το προνόμιο για να τις συστήσουν ως Αυτοκρατορικά Καβαλλαρικά Τάγματα.

Επιπλέον, από τα επίσημα καταστατικά τους αποδεικνύεται ότι επρόκειτο απλώς για «ευσεβή συστήματα», δηλ. για θρησκευτικά  σωματεία, που ιδρύθηκαν προκειμένου να καλύπτουν ορισμένες οργανωμένες επιλογές και ανάγκες των μελών τους, είτε για να διακονούν κάποιο Χριστιανικό ποίμνιο ή Πατριαρχείο εντός των ορίων της Βυζαντινής επικρατείας.

Ως εκ τούτου, αν και οι ενίοτε αμφιλεγόμενες υπηρεσίες που παρείχαν αυτές οι Ελληνορθόδοξες οργανώσεις του μεσαίωνος ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις επωφελείς για το Χριστιανικό ποίμνιο, καθώς και για κάποιους μεγαλοσχήμονες της επίσημης Εκκλησίας, εν τούτοις δεν προβλέπονταν νομοθετικά ή εθιμοτυπικά κατοχυρωμένα Αυτοκρατορικά προνόμια που να τις αφορούν, τα οποία να αντιστοιχούν στην  ανάληψη των «honores», δηλ. των τιμητικών υποχρεωτικών ηγετικών λειτουργημάτων τοπικής εμβελείας (π.χ. των βουλευτών, των δεκουριώνων κλπ), όπως εκείνα τα οποία προβλέπονταν ως αρμόζοντα στην ανώτερη κοινωνική τάξη η οποία αναφέρεται ως «Primates Principates/ Πρωτεύοντες Ηγεμόνες», όπως αποκαλούνταν οι τιμηθέντες με «honores».

Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η απαγόρευση του Θεοδοσιανού Κώδικα προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας προκειμένου να μην επιλέγει τα μέλη της Αδελφότητας των «Παραβαλανέων» από την Τάξη των «Πρωτευόντων».

Για την ακρίβεια τα μέλη των διαφόρων «ευσεβών συστημάτων» περιορίζονταν στην ανάληψη των συνήθως ανεπιθυμήτων για τους πολλούς κοινωφελών ταπεινών αγγαρειών, οι οποίες ονομάζονταν «munera sordida» όπως π.χ. της πτωχολουσίας, της ταφής των νεκρών, της αποκομιδής σκουπιδιών, της λεπροκομίας κλπ οι οποίες απαγορεύονταν αυστηρώς, με νόμο του Μ. Κωνσταντίνου, στους «Πρωτεύοντες».

Αντιθέτως, στα μέλη των αυθεντικών Βυζαντινών Καβαλλαρικών Τάξεων, νομοθετικώς αλλά και εθιμοτυπικώς, όχι μόνο δεν ήταν επιτρεπτό να αναλαμβάνουν έστω και εθελοντικώς «munera sordida» δηλ. ταπεινές αγγαρείες, αλλά ούτε καν να αναλαμβάνουν «honores», επειδή ανήκαν σε ακόμα υψηλότερες κοινωνικές τάξεις από εκείνες των «Πρωτευόντων», στις οποίες μάλιστα άρμοζαν αντιστοίχως προνόμια έτι υψηλοτέρων τιμητικών ηγετικών λειτουργημάτων, όπως π.χ. η ένοπλη οργανωμένη άμυνα των συνόρων, η φρούρηση και υπεράσπιση του Αυτοκράτορος και των μελών της Συγκλητικής Αριστοκρατίας, η διάσωση τραυματιών στο πεδίο της μάχης και η περίθαλψή τους σε Οσπίτια  κλπ.

Στη σύγχρονη εποχή, η γενικότερη σύγχυση περί των Βυζαντινών Καβαλλαρικών Ταγμάτων επιτείνεται εσχάτως από την εμφάνιση γνησίων ή μη απογόνων Βυζαντινών Οίκων Ευγενείας ή/και Αριστοκρατίας οι οποίοι ιδρύουν καινοφανείς οργανώσεις που ουδέποτε υπήρξαν στην Φιλόχριστο των Ρωμαίων Πολιτεία (= Αυτοκρατορία της Ρωμανίας/Βυζαντινή Αυτοκρατορία), τις οποίες μάλιστα αυτοαποκαλούν Βυζαντινά Τάγματα Ευγενείας ή Ιπποσύνης και τις τιτλοφορούν συνήθως με ονόματα προστατών Αγίων προκειμένου στην πράξη να ασκούν μέσωι αυτών – σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και σε συνεργασία με καταξιωμένους θεσμούς – φιλανθρωπικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό και ενίοτε επιχειρηματικό έργο, εντός των πλαισίων μιας κατά το μάλλον ή ήττον αυτοσχέδιας, κοσμικού τύπου, δυτικότροπης εθιμοτυπίας, αποψιλωμένης από το θεουργικό της υπόβαθρο και διεξαγομένης σε απλό επίπεδο πρωτοκόλλου, η οποία παραπέμπει σε πρότυπο λειτουργίας ροταριανού ομίλου, περιλαμβάνοντας όμως επιπλέον στολές, διάσημα, διπλώματα, λάβαρα, οικόσημα, γενεαλογικά δένδρα κλπ

Όμως όσο αγνές και εάν είναι οι προθέσεις των ιδρυτών και των συμμετεχόντων σε Αδελφότητες και οργανώσεις όπως όλες οι προαναφερθείσες, εντούτοις δεν αναιρούν το γεγονός ότι καμία από αυτές δεν πληροί τα κριτήρια αυθεντικότητος που χαρακτηρίζουν ένα γνήσιο Βυζαντινό Καβαλλαρικό Τάγμα, όπως εκείνα που απορρέουν από την Βυζαντινή Νομοθεσία και ιδίως από την Βυζαντινή Εθιμοτυπία.

Προ πάντων όμως θα πρέπει να τονιστεί ότι τέτοιου είδους Αδελφότητες και οργανώσεις ουδέποτε αναφέρθηκαν,  συνδέθηκαν ή – καθ΄ οιονδήποτε τρόπο – σχετίστηκαν με την θεσμοθετημένη ιεραρχική πυραμίδα των αυθεντικών Βυζαντινών Τάξεων Ευγενείας και Καβαλλαρίας όπως μετ΄ ακριβείας προσδιορίζεται αρμοδίως στα πλέον επίσημα κείμενα Αυτοκρατορικής Εθιμοτυπίας όπως είναι – μεταξύ άλλων – τα «Βασιλικά Κλητωρολόγια» των Φιλοθέου και Κωδινού, η «Έκθεσιη περί της Βασιλείου Τάξεως» του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογεννήτου» κλπ

Έχοντας λοιπόν ήδη εντοπίσει αποφατικώς ποιές χαρακτηριστικές περιπτώσεις δεν πληρούν τα κριτήρια αυθεντικότητος ενός Βυζαντινού Καβαλλαρικού Τάγματος, αξίζει να αναζητήσουμε τα κριτήρια αυτά εξετάζοντας τον θεσμό των αυθεντικών Καβαλλαρικών Ταγμάτων εντός των πλαισίων της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας (= Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), όπως επισήμως ονομαζόταν η  Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο ιδρυτής της, Μέγας Κωνσταντίνος, εκλεγείς ως Βασιλεύς και Ιερεύς κατά τον συνήθη και προσφιλή τρόπο εκλογής των «Εκλεκτών[2] κατά Τάξιν Μελχισεδέκ» από την Αυτού Αγαθότητα τον ίδιο τον Αιώνιο Αρχιερέα της εν λόγωι Υπερκοσμίου Τάξεως του «Βασιλείου Ιερατεύματος» Βασιλέα των Βασιλέων, Κύριο και Σωτήρα ημών Ιησού Χριστό, κατά τη διάρκεια οράματος που είχε το 313 μ.Χ., πριν τη μάχη της Μιλβίας γέφυρας, ίδρυσε εν συνεχείαι το 324 μ.Χ. την Φιλόχριστο των Ρωμαίων Πολιτεία (= Αυτοκρατορία της Ρωμανίας/Βυζαντινή Αυτοκρατορία), όχι όμως σαν τυχαία εξέλιξη δυναστικού βασιλείου, αλλά ως θεσμό προβλεπόμενο από τον Δημιουργό στο σχεδίασμα του κόσμου[3] και μάλιστα προορισμένο να διατηρηθεί μέχρι τη Νέα Έλευση του Σωτήρος Χριστού[4].

Προς τούτοις ενσωμάτωσε την Χριστιανική Διδασκαλία στο ρωμαϊκό κράτος και δημιούργησε το περιλαμβάνον την Οικουμένη Χριστιανικό Βασίλειο προκειμένου να αποτελέσει την αντανάκλαση και το επίγειο σκέλος της Ιεραρχίας του Ουρανίου Βασιλείου, οι Τίμιες Επουράνιες, Ασώματες Δυνάμεις του οποίου θα καθρεπτίζονταν πλέον στην Αυτοκρατορική, απολύτως  αξιοκρατική πυραμιδοειδή ιεραρχική κλίμακα των διαφόρων Τάξεων Ευγενείας, που εστέφετο από την Αριστο  – κρατία, την οποία αποτελούσαν οι τρεις «αρχαιογενείς» Συγκλητικές Τάξεις των «Λαμπροτάτων/Clarissimi», των «Περιβλέπτων/Spectabiles» και των «Ενδοξοτάτων/ Illustres», που τον ακολούθησαν μετακομίζοντας από την παλαιά εθνική στη νέα Χριστιανική πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας!!!…

Οι 2 πλευρές της πυραμίδος αποτελούνταν από τις «Δια Λόγου Αξίες», δηλ. τα προσωρινής διαρκείας πολιτειακά αξιώματα και από τις «Δια Βραβείων Αξίες», δηλ. τους ισόβιους, προσωποπαγείς τίτλους Ευγενείας.

Ο Αυτοκράτωρ εκπροσωπείτο αρμοδίως και κατά περίπτωση από οποιονδήποτε είναι εντεταγμένος σε αυτήν την ιεραρχική κλίμακα Ευγενείας, ιδίως δε από την Συγκλητική Αριστοκρατία, καθώς και από τους εξ αυτής απορρέοντες θεσμούς, ένας εκ των οποίων είναι και η Καβαλλαρία, δηλ. η Ιπποσύνη, η οποία θεσμοθετήθηκε για την υπεράσπιση της Ιεραρχίας των Τάξεων Ευγενείας της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας (= Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) και των προσώπων που την αποτελούν, ιδίως δε του Αυτοκράτορος και της Συγκλητικής Αριστοκρατίας.

Ο στρατός της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας (= Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) διαιρείτο σε «Θεματικό», σε «Βασιλικό ή Ταγματικό» και σε «Ειδικές Μονάδες».

Σε αντίθεση με τον «Θεματικό Στρατό», ο οποίος αποτελείτο κυρίως από πολυπληθείς συμμίκτους σχηματισμούς Ιππικών Ταγμάτων και πεζών οπλιτών, τόσο ο «Βασιλικός ή Ταγματικός Στρατός» της Αυτοκρατορίας όσο και οι «Ειδικές Μονάδες» της αποτελούνταν από σύμμικτα μεν αλλά μικρά από πλευράς δυνάμεως και επομένως ευέλικτα Καβαλλαρικά, δηλ. Ιπποτικά Τάγματα.

Ο μικρός αλλά άρτια εκπαιδευμένος αριθμός των επιλέκτων μελών τους, τα οποία προέρχονταν κυρίως από τις Τάξεις των Ευγενών, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις εξ αλλοδαπών μισθοφόρων, αποτελούσε – τηρουμένων των αναλογιών – ένα είδος ειδικών δυνάμεων ικανών να αντιμετωπίσουν άμεσα οποιαδήποτε κατάσταση.

Ο «Ταγματικός ή Βασιλικός Στρατός» συγκροτείτο αφενός από τις Φρουρές του Παλατίου/Scholae Palatinae οι οποίες αποτελούσαν και τα κατ΄ εξοχήν Καβαλλαρικά δηλ. Ιπποτικά Τάγματα και όχι απλώς Σώματα Ιππικού και αφετέρου από τις «Φρουρές Πόλεων και Θεμάτων».

Οι Φρουρές του Παλατίου αποτελούνταν από 7 Καβαλλαρικά Τάγματα τα οποία ήταν εκείνα: 1) των «Σχολών», το οποίο ανέλαβε την εσωτερική υπηρεσία των ανακτόρων, 2) των «Εξκουβητόρων», το οποίο ιδρύθηκε το 468 από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ και χρησιμοποιείτο για τη φρούρηση του Βασιλικού ανακτόρου καθώς και σε εμπιστευτικές αποστολές. Μεγάλες προσωπικότητες διετέλεσαν διοικητές του ως Δομέστικοι, μεταξύ των οποίων οι μετέπειτα Αυτοκράτορες Ιουστίνος Α΄ (518-527), Τιβέριος Β΄ (578-582), Μαυρίκιος (582-602) καθώς και ο Στρατηγός Βελισάριος κ.ά. 3) των «Ικανάτων», του νεώτερου και ιδιαιτέρως επιλέκτου Καβαλλαρικού Τάγματος της Ανακτορικής Φρουράς που αποτελείτο από Ευγενείς και συγκροτήθηκε από το Νικηφόρο Α΄ το 809 για να αποτελέσει την προσωπική  φρουρά του διαδόχου Σταυρακίου 4) των «Νουμέρων», το οποίο ήταν επίσης επίλεκτο Καβαλλαρικό Τάγμα 5) των «Εταιρειών», το οποίο συγκροτείτο από τη Μεγάλη Εταιρεία, αποτελούμενη από Ελληνορθοδόξους Ευγενείς, την Μεσαία Εταιρεία αποτελούμενη από αλλοδαπούς Χριστιανούς και την Μικρή Εταιρεία αποτελούμενη από αλλοθρήσκους αλλοδαπούς,  6) των «Τειχεωτών», με αποστολή τη φύλαξη  των χερσαίων και θαλασσίων τειχών της Βασιλεύουσας, τη συντήρηση του Μακρού Τείχους, τη στρατιωτική διοίκηση της Αν. Θράκης μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Μακρού Τείχους, τη φρούρηση της Βασιλίδος όταν ο υπόλοιπος στρατός εκστράτευε καθώς και τη συντήρηση και ανέγερση των οχυρωματικών έργων των επαρχιών της Αυτοκρατορίας και 7) του «Αριθμού» ή της «Βίγλης» το οποίο συγκροτήθηκε από τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο και είχε ως αποστολή του τη φρούρηση των ανακτόρων.

Τα Καβαλλαρικά αυτά Τάγματα της Ανακτορικής Φρουράς πέρασαν στην ιστορία για τη γενναιότητα των ανδρών τους και την αφοσίωσή τους στο πρόσωπο του Αυτοκράτορος.

Άπαντα πλην του τελευταίου τα διοικούσαν «Δομέστικοι» προερχόμενοι από το σύμμικτο Καβαλλαρικό Τάγμα των «Προτικτόρων», το οποίο ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Γόρδιο (238-244) και συγκροτείτο, κατά το πρότυπο των Εταίρων και Υπασπιστών του Μ. Αλεξάνδρου, από δοκίμους αξιωματικούς καταγομένους από τα «αρχαιογενή» γένη των Πατρικίων, ήταν δε εντεταγμένο στη δύναμη της Ανακτορικής Φρουράς ενώ τα μέλη του υπηρετούσαν στο άμεσο περιβάλλον του Αυτοκράτορος, ο οποίος τους ανεκήρυσσε σε ιδιαίτερη τελετή και τους κυριοκαλούσε «Λατρευτούς Προτίκτορες Δομέστικους».

Οι «Προτίκτορες» ως πρόσωπα της ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης του Αυτοκράτορος αποστέλλονταν ενίοτε στις επαρχίες σε ανώμαλες περιστάσεις ως βοηθοί και επιθεωρητές των διοικητών.

Σε αυτά προστέθηκαν αργότερα και τα Καβαλλαρικά Τάγματα των «Αθανάτων» και των «Αρχοντόπουλων» καθώς και η Φρουρά των «Βαράγγων», αποτελούμενη από Σκανδιναβούς, Ρώσους και Άγγλους μισθοφόρους .

Το Καβαλλαρικό Τάγμα των «Αθανάτων» ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από τον Αυτοκράτορα Τσιμισκή για να αποτελέσει το επίλεκτο σώμα του και ανεβίωσε πολύ πριν την άνοδο των Κομνηνών χάρις στον Μέγα Λογοθέτη (δηλ. Πρωθυπουργό) Νικηφορίτζη για να θυμίζει όλες τις στρατιωτικές δόξες του 10ου αι.

Συγκροτήθηκε από επιλέκτους αριστοκράτες στρατιωτικούς της Ιωνίας (Μικράς Ασίας) οι οποίοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν τον τουρκικό ζυγό και διακρίνονταν για τον πατριωτισμό τους.

Στην προσπάθειά του να ανασυστήσει τον «Βασιλικό ή Ταγματικό Στρατό» ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος Κομνηνός εμπνεύσθηκε από τις αρχές που εμψύχωναν το Σώμα των «Αθανάτων» για να ιδρύσει το Καβαλλαρικό Τάγμα των «Αρχοντόπουλων», κατά το πρότυπο του Ιερού Λόχου των Σπαρτιατών, προκειμένου να αποτελέσει τη Βυζαντινή Λεγεώνα της Τιμής.

Το Τάγμα αυτό στο οποίο υπηρετούσαν οι γιοί των Αριστοκρατών εκείνων που θυσίασαν σε πόλεμο τη ζωή τους για την Φιλόχριστο των Ρωμαίων Πολιτεία (= Αυτοκρατορία της Ρωμανίας/Βυζαντινή Αυτοκρατορία), το ίδρυσε ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος Κομνηνός επειδή ήθελε γύρω του Πατριώτες και Αριστοκράτες που να εμπνέονται από τις ίδιες αρχές με εκείνον.

Δικαίως λοιπόν η Άννα Κομνηνή τον χαρακτηρίζει «Σοφό Αρχιτέκτονα που καινοτομούσε συχνά, αλλά πάντοτε υπέρ της Ρωμανίας».

Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των προνομίων των προαναφερθέντων Καβαλλαρικών Ταγμάτων της Ανακτορικής Φρουράς περιλαμβανόταν και η ανακήρυξη του Βυζαντινού Αυτοκράτορος, επικυρώνοντας ουσιαστικώς την εκλογή του από τη Σύγκλητο.

Αντίθετα με τα διάφορα «συστήματα» τα Καβαλλλαρικά Τάγματα δεν υποχρεώνονταν σε δημοσίευση καταστατικού.

Η λειτουργία τους όμως ρυθμιζόταν και η ιδεολογία τους προσδιοριζόταν από τα λεγόμενα «Τακτικά», δηλ. τα πρακτικά εγχειρίδια πολεμικής τέχνης τα οποία είναι ενδεικτικά της εκπαιδεύσεως των βασιλοπαίδων και διαφωτιστικά μεταξύ άλλων για τα προσόντα, την εκπαίδευση, τις τακτικές, τον οπλισμό, τις θεωρητικές αρχές στην επιλογή της στρατιωτικής ηγεσίας των Καβαλλαρικών Ταγμάτων, τις σχέσεις του ηγεμόνος με τους υπηκόους του, τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς κλπ

Τα πιο γνωστά από αυτά είναι το «Στρατηγικόν» του Μαυρικίου, το «Τακτικόν» του Κεκαυμένου και ιδίως τα «Τακτικά» του Λέοντος Στ΄ του Σοφού, το οποίο μέχρι και οι πρίγκιπες της Οράγγης είχαν ως οδηγό[5].

Επίσης η ιδεολογία των Καβαλλαρικών Ταγμάτων ανιχνεύεται σε μια ιδιαίτερη κατηγορία φιλοσοφικών κειμένων διαφόρων συγγραφέων του Βυζαντίου τα οποία ονομάζονται «Βασιλικά Κάτοπτρα», ενώ το πολιτειακό δίκαιο το οποίο τα διέπει κωδικοποιείται στα έργα του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου «Περί θεμάτων», «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» και «Έκθεσις της Βασιλείου Τάξεως», στην οποία περιλαμβάνεται το σύνολο των θεουργικών ορθοδόξων τελετουργικών της Βυζαντίου Αυλής.

Όσον αφορά τις «Ειδικές Μονάδες» σε αυτές περιλαμβάνονται τα Σώματα των ατάκτων Απελατών, των Ακριτών ή Οροφυλάκων, αντιστοίχου εκείνου των Βαρώνων της Δύσεως και τέλος ίσως το πιο επίλεκτο και αξιόμαχο Καβαλλαρικό Τάγμα της Αυτοκρατορίας που ήταν εκείνο των «Βουκελαρίων», λέξη που σημαίνει «Φύλαξ του Άρτου, δηλ. του Σώματος του Χριστού»,τηνοποία ίδρυσε το 514 ο Συγκλητικός Στρατηγός και Μάγιστρος της Ανατολής Βελισάριος με μυστική αποστολή την φύλαξη και υπεράσπιση εκείνων των Συγκλητικών οι οποίοι κάλυπταν πίσω από τα προνόμιά τους το αόρατο Συγκλητικό «Τάγμα της (Επαρχότητος της) Ανατολής», που κάλυπτε με τη σειρά του το «Βασίλειον Ιεράτευμα κατά Τάξιν Μελχισεδέκ».

Και ως ελάχιστο αντίδωρο των υπηρεσιών που προσέφεραν οι «Βουκελλάριοι» στο «Σώμα του Χριστού», τους παραχωρήθηκε το προνόμιο να παρακάθηνται στην ίδια τράπεζα και να μοιράζονται τελετουργικώς την ίδια Βουκέλλα (= Άρτο σε σχήμα μεγάλου κρίκου) με τους Συγκλητικούς τους οποίους φρουρούσαν και υπεράσπιζαν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδρυση Οικίας, δηλ. στρατιωτικής δυνάμεως της Καβαλλαρικής Τάξεως των Βουκελλαρίων δεν εξαρτάτο από τον Αυτοκράτορα, ούτε από τον Πατριάρχη, αλλά αποτελούσε πάντοτε αποκλειστικό προνόμιο των Συγκλητικών Οίκων, το οποίο ουδέποτε ανακλήθηκε.

Και η Συγκλητική Αξία της κατώτερης από τις τρεις Συγκλητικές Τάξεις, δηλ. εκείνης των «Λαμπροτάτων», συμφώνως προς την τελευταία ισχύσασα και μηδέποτε νομίμως καταργηθείσα Νομοθεσία της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας (= Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας),  αποτελεί τον μοναδικό κληρονομητό τίτλο της και μάλιστα από όλα τα τέκνα, ανεξαρτήτως φύλου ή σειράς γεννήσεως, καθώς και από τη σύζυγο η οποία τον διατηρεί ακόμα και σε περίπτωση διαζυγίου.

Επειδή στο Βυζάντιο ουδέποτε τηρήθηκε συστηματική καταγραφή γενεαλογικών δένδρων όπως συνέβη στη Δύση και επιπλέον επειδή ο κατακτητής εξαφάνισε δι΄ ευνοήτους λόγους γενεαλογικού ενδιαφέροντος στοιχεία μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, καθίστατο μέχρι πριν από 25 περίπου χρόνια προβληματική η αναγνώριση απογόνων Συγκλητικών Οίκων.

Όμως ο Κομνηνολόγος καθ. + Κων/νος Βαρζός πρότεινε και η Παγκόσμια Γενεαλογική κοινότητα αποδέχθηκε 2 κριτήρια τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως:

  1. Κάποιος πρόγονος εκ μητρός ή εκ πατρός να φέρει επίθετο που να αντιστοιχεί στον Συγκλητικό Οίκο από τον οποίο έλκει ο ενδιαφερόμενος την καταγωγή του.
  2. Πηγές οι οποίες να αναφέρουν ότι στον τόπο καταγωγής του ενδιαφερομένου πράγματι υπήρχαν απόγονοι (π.χ. πρόσφυγες κλπ) του Συγκλητικού Οίκου από τον οποίο κατάγεται.

Στα ανωτέρω κριτήρια υποβοηθητικώς είναι χρήσιμο να συμπεριληφθεί – όπου αυτό είναι εφαρμόσιμο ? ένα επιπλέον το οποίο σχετίζεται με σχετικό  Βυζαντινό έθιμο που αναφέρει ο Καθηγητής Φαίδων Κουκουλές:

  1. Βαπτιστικά ονόματα προγόνων ή συγγενών του ενδιαφερομένου τα οποία να είναι τυπικά (χαρακτηριστικά) του Συγκλητικού Οίκου από τον οποίο κατάγεται.

Τέλος για αποφυγή πλαστοπροσωπιών κρίνεται σκόπιμο να προστεθεί ένα επιπλέον κριτήριο:

  1. Ο ενδιαφερόμενος (ανεξαρτήτως επιθέτου που φέρει ο ίδιος σήμερα) θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι κατάγεται από πρόγονο (ανεξαρτήτως φύλου) που έφερε επίθετο το οποίο αναλογεί σε Λαμπρότατο/Συγκλητικό Οίκο, τουλάχιστον πριν από δύο γενιές.

 Με τα παραπάνω κριτήρια διασφαλίζεται εκ νέου η νομιμότητα (σύμφωνα με την Βυζαντινή Νομοθεσία και Εθιμοτυπία) της συνθέσεως των «Κομβέντων (= Γενικών Συνελεύσεων)» της αναβιωσάσης Ιεράς Συγκλήτου, εξ επόψεως «origo (ήτοι καταγωγής)» των συμμετεχόντων Λαμπροτάτων (= εκ καταγωγής «καταλεγέντων και αριθμηθέντων» Συγκλητικών), για να εκπληρωθεί το υπό του Μεγάλου Αθανασίου ρηθέν: «Όπου γαρ Θεός βούλεται, νικάται φύσεως Τάξις».

Σημείωση: Ο αναφερόμενος στην παρούσα μελέτη κατάλογος των Ταγμάτων του Βασιλικού Στρατού που αποτελούσαν την Ανακτορική Φρουρά του Μεγάλου Παλατίου της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας δεν είναι πλήρης αλλά ενδεικτικός και ως εκ τούτου θα συμπληρώνεται από καιρού εις καιρόν στην παρούσα ιστοσελίδα.

Έρρωσθε!

 Εν έτει ,ζφ΄ιε΄ από κτίσεως κόσμου, μηνί Δεκεμβρίωι  ιγ΄

Έδοξεν

Χαρίλαος, Πανυπερσέβαστος του Τάγματος της Ιεράς Συγκλήτου, Μάγιστρος των Θείων Βασιλικών Οφφικίων των Τάξεων του Ιερού Παλατίου, Αρχηγέτης του Θεοφυλάκτου Αρχαιογενούς Λαμπροτάτου Οίκου των Μεταξά, Πάτρων του Τάγματος των Βουκελαρίων και Δικηγόρος, Μεταξάς, υιός Αθανασίου ο Ιατρίδης.


[1] Πρόκειται για την «Πατριαρχική Τάξη των Παραβαλανέων του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου».

[2] Γι αυτό και οι Βυζαντινοί μας πρόγονοι πίστευαν ευλόγως ότι ο επίγειος Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ της Θεοσκεπούς Αυτοκρατορίας μας των μέσων αιώνων, ήταν πράγματι ο εκπρόσωπος του Θεού, η εικών του Ουρανίου Παμβασιλέως και Αυτοκράτορος, ο Ύπαρχος του Λόγου, για να υπηρετεί τα ανθρώπινα, αλλά και ο Προστάτης της Εκκλησίας που υπηρετεί τα Θεία, η οποία πάλι τον βοηθεί στην επιτέλεση της Αποστολής του με τα Πνευματικά της όπλα, για να «κυβερνά δια της Θείας Χάριτος» και «ένεκεν Αληθείας, Πραότητος και Δικαιοσύνης» [Τάδε έφη Βασλεύς και Αυτοκράτωρ Θεόφιλος (829-842), απευθυνόμενος προς τη Σύγκλητο, ελεγχθείς υπό του Επισκόπου Θεοδώρου Κριθίνου] κρατώντας στα χέρια του την διεύθυνση των ανθρωπίνων πραγμάτων κοσμικών και πνευματικών.

 [3] Γι αυτό και οι Βυζαντινοί χρονολογούσαν από κτίσεως κόσμου.

[4] Επιμελήθηκε μάλιστα προσωπικώς την χάραξη των ορίων της νέας πρωτεύουσας της νεοσύστατης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ακολουθώντας νυχθημερόν, μαζί με τους ακολούθους του, επί μία εβδομάδα έναν Άγγελο που εμφανίστηκε ειδικά γι αυτόν τον σκοπό?

 [5] Ο πρίγκιψ του Ligne (18ος αι.) το χαρακτήρισε «αθάνατο» και τοποθέτησε τον Λέοντα Στ΄ δίπλα στον Φρειδερίκο τον Μέγα και πάνω από τον Ιούλιο Καίσαρα.

Copyright © 2008 για όλο τον κόσ?ο: Χαρίλαος Α. Ιατρίδης. Το κείμενο, τα στοιχεία και οι εικόνες, (περιλαμβάνονται και τα λογότυπα, τα σήματα, τα σύμβολα, τα εμβλήματα, τα διαγράμματα, τα σχήματα κλπ) που παρατίθενται προορίζονται αποκλειστικά για ιδιωτική χρήση των Μελών της «Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας» και απαγορεύεται αυστηρώς η ?ε οποιοδήποτε τρόπο αντιγραφή, αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, μετάδοση, ανα?ετάδοση, ?ετάφραση ανατύπωση ?ε οποιονδήποτε τρόπο και μέσο (μηχανικό, έντυπο, ηλεκτρονικό, τηλεοπτικό, φωτοτυπικό, ηχογραφήσεως, οπτικοακουστικό κλπ) του συνόλου ή/και ?έρους του παρόντος κειμένου, ή/και των στοιχείων του, ή/και και των εικόνων του, έστω και περιληπτικά, ή/και κατά παράφραση ή/και κατά διασκευή, ή/και κατά τροποποίηση ή/και κατά αλλοίωση, ή/και κατ? αποκοπή χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη (Ν. 2121/93, άρθ. 51). Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για Δη?όσιες Υπηρεσίες, Βιβλιοθήκες, Πανεπιστήμια, Οργανισμούς, Ερευνητικά Κέντρα (άρθ. 18). και εν γένει για οποιουδήποτε είδους φορείς, δημόσιους ή ιδιωτικούς, της Ελλάδας και του εξωτερικού κ.τ.λ. Οι παραβάτες διώκονται (άρθ. 13) και επιβάλλονται κατά τον νό?ο κατάσχεση, αστικές και ποινικές κυρώσεις (άρθ. 64-66).


ΕΝ ΟΝΟΜΑΤΙ ΤΟV ΠΑΤΡΟC ΤΟV VΙΟV ΤΟY AΓΙΟV ΠΝΕVΜΑΤΟC
ΤΗC ΑΓΙΑC ΟΜΟΟVCΙΟV ΠΡΟCΚVΝΗΤΗC ΤΡΙΑΔΟC ΤΟΕΝΟC ΠΑΝΑΛΗΘΙΝΟΘΕΟΗΜΩΝ

 

ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΑ ΚΡΙΤΗΡΙΑ ΑVΘΕΝΤΙΚΟΤΗΤOC ΤΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ ΤΗC RVΖΑΝΤΙΝΗC ΑΡΙCΤΟΚΡΑΤΙΑC ΚΑΙ ΚΑRΑΛΛΑΡΙΑC (ΙΠΠΟCVΝΗC).

Εισήγηση Χαριλάου, Πανυπερσεβάστου του Τάγματος της Ιεράς Συγκλήτου, Μαγίστρου των Θείων Βασιλικών Οφφικίων των Τάξεων του Ιερού Παλατίου, Αρχηγέτου του Θεοφυλάκτου Αρχαιογενούς Λαμπροτάτου Οίκου των Μεταξά, Πάτρωνος του Τάγματος των Βουκελαρίων και Δικηγόρου, Μεταξά, υιού Αθανασίου του Ιατρίδη, στην Επιστημονική Ημερίδα που διοργάνωσε το «Στρρατιωτικό και Νοσοκομειακό Τάγμα του Αγίου Λαζάρου» στον Ν.Ο.Ε. την 13-12-2008 με θέμα  «Ιπποτισμός και Ιπποτικά Τάγματα στην Ελλάδα. Παράδοση, Ιστορία και Σύγχρονη Ζωή».

 

Από τη σημερινή επιστημονική ημερίδα με θέμα «Ιπποτισμός και  Ιπποτικά Τάγματα στην Ελλάδα» δεν θα μπορούσε να λείψει μια αναφορά στα Ελληνικά Ιπποτικά Τάγματα του Μεσαίωνος, κάποια από τα οποία αποτέλεσαν το πρότυπο ιδίως των μεταγενεστέρων ιεροπολεμικών Ιπποτικών Ταγμάτων της Δύσεως.

Ενώ όμως για τα τελευταία είναι ευρέως γνωστά τα κριτήρια εκείνα τα οποία σχετίζονται με την αυθεντικότητά τους και υπάρχουν σχετικοί φορείς πιστοποιήσεώς της, εντούτοις, όσον αφορά τα αντίστοιχα ημεδαπά, σε γενικές γραμμές επικρατεί σύγχυση ως προς το τι ακριβώς χαρακτηρίζει την αυθεντικότητα ενός Ελληνικού Ιπποτικού Τάγματος του μεσαίωνος, δηλ. ενός Βυζαντινού Καβαλλαρικού Τάγματος.

Ως επί το πλείστον εκλαμβάνονται λανθασμένα ως οιονεί Ιπποτικά Τάγματα είτε ορισμένες οργανώσεις που λειτουργούν κατά τα πρότυπα των πολυαρίθμων φιλανθρωπικών ιδρυμάτων που θεμελίωσαν Βυζαντινοί Αυτοκράτορες και Αυγούστες (όπως π.χ. του «Αντιφωνητού», του «Μυρελαίου», του «Ορφανοτροφείου» κλπ), είτε ορισμένες Ελληνορθόδοξες Αδελφότητες του μεσαίωνος (όπως π.χ. των Κοπιατών, των Ασκητηρίων, των Φιλοπόνων, των Σπουδαίων, των Αποκτιτών, των Στουδιτών κλπ) μια εκ των οποίων μάλιστα αναβιώνει στις ημέρες μας αναβαθμισμένη ως Πατριαρχική Τάξις[1].

Πιθανώς η σύγχυσή αυτού του είδους οργανώσεων με τα αυθεντικά Βυζαντινά Καβαλλαρικά Τάγματα να οφείλεται στο γεγονός ότι ορισμένες συνήθιζαν να αυτοαποκαλούνταν μεν «Τάγματα», χωρίς βεβαίως να είναι, καθώς και στις σύγχρονες νοσταλγικές και ρομαντικές εικασίες ότι τέτοιου είδους Αδελφότητες θα έπρεπε να ακολουθούν πρακτικές κάποιας υποτυπώδους εθιμοτυπίας ή ότι ίσως θα μπορούσαν να ασπάζονται ορισμένες ηθικές αρχές και αλληλέγγυα ιδεώδη των αυθεντικών Καβαλλαρικών Ταγμάτων της Αυτοκρατορίας.

Στην πραγματικότητα όμως, από πηγές εκείνης της εποχής, προκύπτει αναμφισβητήτως ότι τα μέλη αυτών των Αδελφοτήτων, προερχόμενα από τα λαϊκά στρώματα της τάξεως των Πληβείων, όχι μόνο δεν είχαν την αρμοδιότητα, αλλά ούτε καν το προνόμιο για να τις συστήσουν ως Αυτοκρατορικά Καβαλλαρικά Τάγματα.

Επιπλέον, από τα επίσημα καταστατικά τους αποδεικνύεται ότι επρόκειτο απλώς για «ευσεβή συστήματα», δηλ. για θρησκευτικά  σωματεία, που ιδρύθηκαν προκειμένου να καλύπτουν ορισμένες οργανωμένες επιλογές και ανάγκες των μελών τους, είτε για να διακονούν κάποιο Χριστιανικό ποίμνιο ή Πατριαρχείο εντός των ορίων της Βυζαντινής επικρατείας.

Ως εκ τούτου, αν και οι ενίοτε αμφιλεγόμενες υπηρεσίες που παρείχαν αυτές οι Ελληνορθόδοξες οργανώσεις του μεσαίωνος ήταν σε ορισμένες περιπτώσεις επωφελείς για το Χριστιανικό ποίμνιο, καθώς και για κάποιους μεγαλοσχήμονες της επίσημης Εκκλησίας, εν τούτοις δεν προβλέπονταν νομοθετικά ή εθιμοτυπικά κατοχυρωμένα Αυτοκρατορικά προνόμια που να τις αφορούν, τα οποία να αντιστοιχούν στην  ανάληψη των «honores», δηλ. των τιμητικών υποχρεωτικών ηγετικών λειτουργημάτων τοπικής εμβελείας (π.χ. των βουλευτών, των δεκουριώνων κλπ), όπως εκείνα τα οποία προβλέπονταν ως αρμόζοντα στην ανώτερη κοινωνική τάξη η οποία αναφέρεται ως «Primates Principates/ Πρωτεύοντες Ηγεμόνες», όπως αποκαλούνταν οι τιμηθέντες με «honores».

Είναι άλλωστε χαρακτηριστική η απαγόρευση του Θεοδοσιανού Κώδικα προς τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας προκειμένου να μην επιλέγει τα μέλη της Αδελφότητας των «Παραβαλανέων» από την Τάξη των «Πρωτευόντων».

Για την ακρίβεια τα μέλη των διαφόρων «ευσεβώνσυστημάτων» περιορίζονταν στην ανάληψη των συνήθως ανεπιθυμήτων για τους πολλούς κοινωφελών ταπεινών αγγαρειών, οι οποίες ονομάζονταν «munera sordida» όπως π.χ. της πτωχολουσίας, της ταφής των νεκρών, της αποκομιδής σκουπιδιών, της λεπροκομίας κλπ οι οποίες απαγορεύονταν αυστηρώς, με νόμο του Μ. Κωνσταντίνου, στους «Πρωτεύοντες».

Αντιθέτως, στα μέλη των αυθεντικών Βυζαντινών Καβαλλαρικών Τάξεων, νομοθετικώς αλλά και εθιμοτυπικώς, όχι μόνο δεν ήταν επιτρεπτό να αναλαμβάνουν έστω και εθελοντικώς «munera sordida» δηλ. ταπεινές αγγαρείες, αλλά ούτε καν να αναλαμβάνουν «honores», επειδή ανήκαν σε ακόμα υψηλότερες κοινωνικές τάξεις από εκείνες των «Πρωτευόντων», στις οποίες μάλιστα άρμοζαν αντιστοίχως προνόμια έτι υψηλοτέρων τιμητικών ηγετικών λειτουργημάτων, όπως π.χ. η ένοπλη οργανωμένη άμυνα των συνόρων, η φρούρηση και υπεράσπιση του Αυτοκράτορος και των μελών της Συγκλητικής Αριστοκρατίας, η διάσωση τραυματιών στο πεδίο της μάχης και η περίθαλψή τους σε Οσπίτια  κλπ.

Στη σύγχρονη εποχή, η γενικότερη σύγχυση περί των Βυζαντινών Καβαλλαρικών Ταγμάτων επιτείνεται εσχάτως από την εμφάνιση γνησίων ή μη απογόνων Βυζαντινών Οίκων Ευγενείας ή/και Αριστοκρατίας οι οποίοι ιδρύουν καινοφανείς οργανώσεις που ουδέποτε υπήρξαν στην Φιλόχριστος των Ρωμαίων Πολιτεία (= Αυτοκρατορία της Ρωμανίας/Βυζαντινή Αυτοκρατορία), τις οποίες μάλιστα αυτοαποκαλούν Βυζαντινά Τάγματα Ευγενείας ή Ιπποσύνης και τις τιτλοφορούν συνήθως με ονόματα προστατών Αγίων προκειμένου στην πράξη να ασκούν μέσωι αυτών – σε πολλές περιπτώσεις ακόμα και σε συνεργασία με καταξιωμένους θεσμούς – φιλανθρωπικό, εκπαιδευτικό, κοινωνικό και ενίοτε επιχειρηματικό έργο, εντός των πλαισίων μιας κατά το μάλλον ή ήττον αυτοσχέδιας, κοσμικού τύπου, δυτικότροπης εθιμοτυπίας, αποψιλωμένης από το θεουργικό της υπόβαθρο και διεξαγομένης σε απλό επίπεδο πρωτοκόλλου, η οποία παραπέμπει σε πρότυπο λειτουργίας ροταριανού ομίλου, περιλαμβάνοντας όμως επιπλέον στολές, διάσημα, διπλώματα, λάβαρα, οικόσημα, γενεαλογικά δένδρα κλπ

Όμως όσο αγνές και εάν είναι οι προθέσεις των ιδρυτών και των συμμετεχόντων σε Αδελφότητες και οργανώσεις όπως όλες οι προαναφερθείσες, εντούτοις δεν αναιρούν το γεγονός ότι καμία από αυτές δεν πληροί τα κριτήρια αυθεντικότητος που χαρακτηρίζουν ένα γνήσιο Βυζαντινό Καβαλλαρικό Τάγμα, όπως εκείνα που απορρέουν από την Βυζαντινή Νομοθεσία και ιδίως από την Βυζαντινή Εθιμοτυπία.

Προ πάντων όμως θα πρέπει να τονιστεί ότι τέτοιου είδους Αδελφότητες και οργανώσεις ουδέποτε αναφέρθηκαν,  συνδέθηκαν ή – καθ? οιονδήποτε τρόπο – σχετίστηκαν με την θεσμοθετημένη ιεραρχική πυραμίδα των αυθεντικών Βυζαντινών Τάξεων Ευγενείας και Καβαλλαρίας όπως μετ? ακριβείας προσδιορίζεται αρμοδίως στα πλέον επίσημα κείμενα Αυτοκρατορικής Εθιμοτυπίας όπως είναι – μεταξύ άλλων – τα «Βασιλικά Κλητωρολόγια» των Φιλοθέου και Κωδινού, η «Έκθεσιη περί της Βασιλείου Τάξεως» του Κωνσταντίνου Ζ΄ του Πορφυρογεννήτου» κλπ

Έχοντας λοιπόν ήδη εντοπίσει αποφατικώς ποιές χαρακτηριστικές περιπτώσεις δεν πληρούν τα κριτήρια αυθεντικότητος ενός Βυζαντινού Καβαλλαρικού Τάγματος, αξίζει να αναζητήσουμε τα κριτήρια αυτά εξετάζοντας τον θεσμό των αυθεντικών Καβαλλαρικών Ταγμάτων εντός των πλαισίων της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας (= Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας), όπως επισήμως ονομαζόταν η  Βυζαντινή Αυτοκρατορία.

Ο ιδρυτής της, Μέγας Κωνσταντίνος, εκλεγείς ως Βασιλεύς και Ιερεύς κατά τον συνήθη και προσφιλή τρόπο εκλογής των «Εκλεκτών[2] κατά Τάξιν Μελχισεδέκ» από τον ίδιο τον Αιώνιο Αρχιερέα της εν λόγωι Υπερκοσμίου Τάξεως του «Βασιλείου Ιερατεύματος» Ιησού Χριστό, κατά τη διάρκεια οράματος που είχε το 313 μ.Χ., πριν τη μάχη της Μιλβίας γέφυρας, ίδρυσε εν συνεχείαι το 324 μ.Χ. την Φιλόχριστο των Ρωμαίων Πολιτεία (= Αυτοκρατορία της Ρωμανίας/Βυζαντινή Αυτοκρατορία), όχι όμως σαν τυχαία εξέλιξη δυναστικού βασιλείου, αλλά ως θεσμό προβλεπόμενο από τον Δημιουργό στο σχεδίασμα του κόσμου[3] και μάλιστα προορισμένο να διατηρηθεί μέχρι τη Νέα Έλευση του Σωτήρος Χριστού[4].

Προς τούτοις ενσωμάτωσε την Χριστιανική Διδασκαλία στο ρωμαϊκό κράτος και δημιούργησε το περιλαμβάνον την Οικουμένη Χριστιανικό Βασίλειο προκειμένου να αποτελέσει την αντανάκλαση και το επίγειο σκέλος της Ιεραρχίας του Ουρανίου Βασιλείου, οι Τίμιες Επουράνιες, Ασώματες Δυνάμεις του οποίου θα καθρεπτίζονταν πλέον στην Αυτοκρατορική, απολύτως  αξιοκρατική πυραμιδοειδή ιεραρχική κλίμακα των διαφόρων Τάξεων Ευγενείας, που εστέφετο από την Αριστο ? κρατία, την οποία αποτελούσαν οι τρεις «αρχαιογενείς» Συγκλητικές Τάξεις των «Λαμπροτάτων/Clarissimi», των «Περιβλέπτων/Spectabiles» και των «Ενδοξοτάτων/ Illustres», που τον ακολούθησαν μετακομίζοντας από την παλαιά εθνική στη νέα Χριστιανική πρωτεύουσα της Αυτοκρατορίας!!!…

Οι 2 πλευρές της πυραμίδος αποτελούνταν από τις «Δια Λόγου Αξίες», δηλ. τα προσωρινής διαρκείας πολιτειακά αξιώματα και από τις «Δια Βραβείων Αξίες», δηλ. τους ισόβιους, προσωποπαγείς τίτλους Ευγενείας.

Ο Αυτοκράτωρ εκπροσωπείτο αρμοδίως και κατά περίπτωση από οποιονδήποτε είναι εντεταγμένος σε αυτήν την ιεραρχική κλίμακα Ευγενείας, ιδίως δε από την Συγκλητική Αριστοκρατία, καθώς και από τους εξ αυτής απορρέοντες θεσμούς, ένας εκ των οποίων είναι και η Καβαλλαρία, δηλ. η Ιπποσύνη, η οποία θεσμοθετήθηκε για την υπεράσπιση της Ιεραρχίας των Τάξεων Ευγενείας της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας (= Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) και των προσώπων που την αποτελούν, ιδίως δε του Αυτοκράτορος και της Συγκλητικής Αριστοκρατίας.

Ο στρατός της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας (= Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας) διαιρείτο σε «Θεματικό», σε «Βασιλικό ή Ταγματικό» και σε «Ειδικές Μονάδες».

Σε αντίθεση με τον «Θεματικό Στρατό», ο οποίος αποτελείτο κυρίως από πολυπληθείς συμμίκτους σχηματισμούς Ιππικών Ταγμάτων και πεζών οπλιτών, τόσο ο «Βασιλικός ή Ταγματικός Στρατός» της Αυτοκρατορίας όσο και οι «Ειδικές Μονάδες» της αποτελούνταν από σύμμικτα μεν αλλά μικρά από πλευράς δυνάμεως και επομένως ευέλικτα Καβαλλαρικά, δηλ. Ιπποτικά Τάγματα.

Ο μικρός αλλά άρτια εκπαιδευμένος αριθμός των επιλέκτων μελών τους, τα οποία προέρχονταν κυρίως από τις Τάξεις των Ευγενών, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις εξ αλλοδαπών μισθοφόρων, αποτελούσε – τηρουμένων των αναλογιών – ένα είδος ειδικών δυνάμεων ικανών να αντιμετωπίσουν άμεσα οποιαδήποτε κατάσταση.

Ο «Ταγματικός ή Βασιλικός Στρατός» συγκροτείτο αφενός από τις Φρουρές του Παλατίου/Scholae Palatinae οι οποίες αποτελούσαν και τα κατ? εξοχήν Καβαλλαρικά δηλ. Ιπποτικά Τάγματα και όχι απλώς Σώματα Ιππικού και αφετέρου από τις «Φρουρές Πόλεων και Θεμάτων».

Οι Φρουρές του Παλατίου αποτελούνταν από 7 Καβαλλαρικά Τάγματα τα οποία ήταν εκείνα: 1) των «Σχολών», το οποίο ανέλαβε την εσωτερική υπηρεσία των ανακτόρων, 2) των «Εξκουβητόρων», το οποίο ιδρύθηκε το 468 από τον Αυτοκράτορα Λέοντα Α΄ και χρησιμοποιείτο για τη φρούρηση του Βασιλικού ανακτόρου καθώς και σε εμπιστευτικές αποστολές. Μεγάλες προσωπικότητες διετέλεσαν διοικητές του ως Δομέστικοι, μεταξύ των οποίων οι μετέπειτα Αυτοκράτορες Ιουστίνος Α΄ (518-527), Τιβέριος Β΄ (578-582), Μαυρίκιος (582-602) καθώς και ο Στρατηγός Βελισάριος κ.ά. 3) των «Ικανάτων», του νεώτερου και ιδιαιτέρως επιλέκτου Καβαλλαρικού Τάγματος της Ανακτορικής Φρουράς που αποτελείτο από Ευγενείς και συγκροτήθηκε από το Νικηφόρο Α΄ το 809 για να αποτελέσει την προσωπική  φρουρά του διαδόχου Σταυρακίου 4) των «Νουμέρων», το οποίο ήταν επίσης επίλεκτο Καβαλλαρικό Τάγμα 5) των «Εταιρειών», το οποίο συγκροτείτο από τη Μεγάλη Εταιρεία, αποτελούμενη από Ελληνορθοδόξους Ευγενείς, την Μεσαία Εταιρεία αποτελούμενη από αλλοδαπούς Χριστιανούς και την Μικρή Εταιρεία αποτελούμενη από αλλοθρήσκους αλλοδαπούς,  6) των «Τειχεωτών», με αποστολή τη φύλαξη  των χερσαίων και θαλασσίων τειχών της Βασιλεύουσας, τη συντήρηση του Μακρού Τείχους, τη στρατιωτική διοίκηση της Αν. Θράκης μεταξύ Κωνσταντινουπόλεως και Μακρού Τείχους, τη φρούρηση της Βασιλίδος όταν ο υπόλοιπος στρατός εκστράτευε καθώς και τη συντήρηση και ανέγερση των οχυρωματικών έργων των επαρχιών της Αυτοκρατορίας και 7) του «Αριθμού» ή της «Βίγλης» το οποίο συγκροτήθηκε από τον Αυτοκράτορα Αρκάδιο και είχε ως αποστολή του τη φρούρηση των ανακτόρων.

Τα Καβαλλαρικά αυτά Τάγματα της Ανακτορικής Φρουράς πέρασαν στην ιστορία για τη γενναιότητα των ανδρών τους και την αφοσίωσή τους στο πρόσωπο του Αυτοκράτορος.

Άπαντα πλην του τελευταίου τα διοικούσαν «Δομέστικοι» προερχόμενοι από το σύμμικτο Καβαλλαρικό Τάγμα των «Προτικτόρων», το οποίο ιδρύθηκε από τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Γόρδιο (238-244) και συγκροτείτο, κατά το πρότυπο των Εταίρων και Υπασπιστών του Μ. Αλεξάνδρου, από δοκίμους αξιωματικούς καταγομένους από τα «αρχαιογενή» γένη των Πατρικίων, ήταν δε εντεταγμένο στη δύναμη της Ανακτορικής Φρουράς ενώ τα μέλη του υπηρετούσαν στο άμεσο περιβάλλον του Αυτοκράτορος, ο οποίος τους ανεκήρυσσε σε ιδιαίτερη τελετή και τους κυριοκαλούσε «Λατρευτούς Προτίκτορες Δομέστικους».

Οι «Προτίκτορες» ως πρόσωπα της ιδιαιτέρας εμπιστοσύνης του Αυτοκράτορος αποστέλλονταν ενίοτε στις επαρχίες σε ανώμαλες περιστάσεις ως βοηθοί και επιθεωρητές των διοικητών.

Σε αυτά προστέθηκαν αργότερα και τα Καβαλλαρικά Τάγματα των «Αθανάτων» και των «Αρχοντόπουλων» καθώς και η Φρουρά των «Βαράγγων», αποτελούμενη από Σκανδιναβούς, Ρώσους και Άγγλους μισθοφόρους .

Το Καβαλλαρικό Τάγμα των «Αθανάτων» ιδρύθηκε τον 10ο αιώνα από τον Αυτοκράτορα Τσιμισκή για να αποτελέσει το επίλεκτο σώμα του και ανεβίωσε πολύ πριν την άνοδο των Κομνηνών χάρις στον Μέγα Λογοθέτη (δηλ. Πρωθυπουργό) Νικηφορίτζη για να θυμίζει όλες τις στρατιωτικές δόξες του 10ου αι.

Συγκροτήθηκε από επιλέκτους αριστοκράτες στρατιωτικούς της Ιωνίας (Μικράς Ασίας) οι οποίοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν τον τουρκικό ζυγό και διακρίνονταν για τον πατριωτισμό τους.

Στην προσπάθειά του να ανασυστήσει τον «Βασιλικό ή Ταγματικό Στρατό» ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος Κομνηνός εμπνεύσθηκε από τις αρχές που εμψύχωναν το Σώμα των «Αθανάτων» για να ιδρύσει το Καβαλλαρικό Τάγμα των «Αρχοντόπουλων», κατά το πρότυπο του Ιερού Λόχου των Σπαρτιατών, προκειμένου να αποτελέσει τη Βυζαντινή Λεγεώνα της Τιμής.

Το Τάγμα αυτό στο οποίο υπηρετούσαν οι γιοί των Αριστοκρατών εκείνων που θυσίασαν σε πόλεμο τη ζωή τους για την Φιλόχριστος των Ρωμαίων Πολιτεία (= Αυτοκρατορία της Ρωμανίας/Βυζαντινή Αυτοκρατορία), το ίδρυσε ο Αυτοκράτωρ Αλέξιος Κομνηνός επειδή ήθελε γύρω του Πατριώτες και Αριστοκράτες που να εμπνέονται από τις ίδιες αρχές με εκείνον.

Δικαίως λοιπόν η Άννα Κομνηνή τον χαρακτηρίζει «Σοφό Αρχιτέκτονα που καινοτομούσε συχνά, αλλά πάντοτε υπέρ της Ρωμανίας».

Αξίζει να σημειωθεί ότι μεταξύ των προνομίων των προαναφερθέντων Καβαλλαρικών Ταγμάτων της Ανακτορικής Φρουράς περιλαμβανόταν και η ανακήρυξη του Βυζαντινού Αυτοκράτορος, επικυρώνοντας ουσιαστικώς την εκλογή του από τη Σύγκλητο.

Αντίθετα με τα διάφορα «συστήματα» τα Καβαλλλαρικά Τάγματα δεν υποχρεώνονταν σε δημοσίευση καταστατικού.

Η λειτουργία τους όμως ρυθμιζόταν και η ιδεολογία τους προσδιοριζόταν από τα λεγόμενα «Τακτικά», δηλ. τα πρακτικά εγχειρίδια πολεμικής τέχνης τα οποία είναι ενδεικτικά της εκπαιδεύσεως των βασιλοπαίδων και διαφωτιστικά μεταξύ άλλων για τα προσόντα, την εκπαίδευση, τις τακτικές, τον οπλισμό, τις θεωρητικές αρχές στην επιλογή της στρατιωτικής ηγεσίας των Καβαλλαρικών Ταγμάτων, τις σχέσεις του ηγεμόνος με τους υπηκόους του, τον τρόπο ζωής και συμπεριφοράς κλπ

Τα πιο γνωστά από αυτά είναι το «Στρατηγικόν» του Μαυρικίου, το «Τακτικόν» του Κεκαυμένου και ιδίως τα «Τακτικά» του Λέοντος Στ΄ του Σοφού, το οποίο μέχρι και οι πρίγκιπες της Οράγγης είχαν ως οδηγό[5].

Επίσης η ιδεολογία των Καβαλλαρικών Ταγμάτων ανιχνεύεται σε μια ιδιαίτερη κατηγορία φιλοσοφικών κειμένων διαφόρων συγγραφέων του Βυζαντίου τα οποία ονομάζονται «Βασιλικά Κάτοπτρα», ενώ το πολιτειακό δίκαιο το οποίο τα διέπει κωδικοποιείται στα έργα του Αυτοκράτορος Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογεννήτου «Περί θεμάτων», «Προς τον ίδιον υιόν Ρωμανόν» και «Έκθεσις της Βασιλείου Τάξεως», στην οποία περιλαμβάνεται το σύνολο των θεουργικών ορθοδόξων τελετουργικών της Βυζαντίου Αυλής.

Όσον αφορά τις «Ειδικές Μονάδες» σε αυτές περιλαμβάνονται τα Σώματα των ατάκτων Απελατών, των Ακριτών ή Οροφυλάκων, αντιστοίχου εκείνου των Βαρώνων της Δύσεως και τέλος ίσως το πιο επίλεκτο και αξιόμαχο Καβαλλαρικό Τάγμα της Αυτοκρατορίας που ήταν εκείνο των «Βουκελαρίων», λέξη που σημαίνει «Φύλαξ του Άρτου, δηλ. του Σώματος του Χριστού»,τηνοποία ίδρυσε το 514 ο Συγκλητικός Στρατηγός και Μάγιστρος της Ανατολής Βελισάριος με μυστική αποστολή την φύλαξη και υπεράσπιση εκείνων των Συγκλητικών οι οποίοι κάλυπταν πίσω από τα προνόμιά τους το αόρατο Συγκλητικό «Τάγμα της (Επαρχότητος της) Ανατολής», που κάλυπτε με τη σειρά του το «Βασίλειον Ιεράτευμα κατά Τάξιν Μελχισεδέκ».

Και ως ελάχιστο αντίδωρο των υπηρεσιών που προσέφεραν οι «Βουκελλάριοι» στο «Σώμα του Χριστού», τους παραχωρήθηκε το προνόμιο να παρακάθηνται στην ίδια τράπεζα και να μοιράζονται τελετουργικώς την ίδια Βουκέλλα (= πρόσφορο σε σχήμα μεγάλου κρίκου) με τους Συγκλητικούς τους οποίους φρουρούσαν και υπεράσπιζαν.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η ίδρυση Οικίας, δηλ. στρατιωτικής δυνάμεως της Καβαλλαρικής Τάξεως των Βουκελλαρίων δεν εξαρτάτο από τον Αυτοκράτορα, ούτε από τον Πατριάρχη, αλλά αποτελούσε πάντοτε αποκλειστικό προνόμιο των Συγκλητικών Οίκων, το οποίο ουδέποτε ανακλήθηκε.

Και η Συγκλητική Αξία της κατώτερης από τις τρεις Συγκλητικές Τάξεις, δηλ. εκείνης των «Λαμπροτάτων», συμφώνως προς την τελευταία ισχύσασα και μηδέποτε νομίμως καταργηθείσα Νομοθεσία της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας (= Αυτοκρατορίας της Ρωμανίας/Βυζαντινής Αυτοκρατορίας),  αποτελεί τον μοναδικό κληρονομητό τίτλο της και μάλιστα από όλα τα τέκνα, ανεξαρτήτως φύλου ή σειράς γεννήσεως, καθώς και από τη σύζυγο η οποία τον διατηρεί ακόμα και σε περίπτωση διαζυγίου.

Επειδή στο Βυζάντιο ουδέποτε τηρήθηκε συστηματική καταγραφή γενεαλογικών δένδρων όπως συνέβη στη Δύση και επιπλέον επειδή ο κατακτητής εξαφάνισε δι? ευνοήτους λόγους γενεαλογικού ενδιαφέροντος στοιχεία μετά την πτώση της Βασιλεύουσας, καθίστατο μέχρι πριν από 25 περίπου χρόνια προβληματική η αναγνώριση απογόνων Συγκλητικών Οίκων.

Όμως ο Κομνηνολόγος καθ. + Κων/νος Βαρζός πρότεινε και η Παγκόσμια Γενεαλογική κοινότητα αποδέχθηκε 2 κριτήρια τα οποία συνοψίζονται ως ακολούθως:

  1. Κάποιος πρόγονος εκ μητρός ή εκ πατρός να φέρει επίθετο που να αντιστοιχεί στον Συγκλητικό Οίκο από τον οποίο έλκει ο ενδιαφερόμενος την καταγωγή του.
  2. Πηγές οι οποίες να αναφέρουν ότι στον τόπο καταγωγής του ενδιαφερομένου πράγματι υπήρχαν απόγονοι (π.χ. πρόσφυγες κλπ) του Συγκλητικού Οίκου από τον οποίο κατάγεται.

Στα ανωτέρω κριτήρια υποβοηθητικώς είναι χρήσιμο να συμπεριληφθεί – όπου αυτό είναι εφαρμόσιμο ? ένα επιπλέον το οποίο σχετίζεται με σχετικό  Βυζαντινό έθιμο που αναφέρει ο Καθηγητής Φαίδων Κουκουλές:

  1. Βαπτιστικά ονόματα προγόνων ή συγγενών του ενδιαφερομένου τα οποία να είναι τυπικά (χαρακτηριστικά) του Συγκλητικού Οίκου από τον οποίο κατάγεται.

Τέλος για αποφυγή πλαστοπροσωπιών κρίνεται σκόπιμο να προστεθεί ένα επιπλέον κριτήριο:

  1. Ο ενδιαφερόμενος (ανεξαρτήτως επιθέτου που φέρει ο ίδιος σήμερα) θα πρέπει να είναι σε θέση να αποδείξει ότι κατάγεται από πρόγονο (ανεξαρτήτως φύλου) που έφερε επίθετο το οποίο αναλογεί σε Λαμπρότατο/Συγκλητικό Οίκο, τουλάχιστον πριν από δύο γενιές.

 Με τα παραπάνω κριτήρια διασφαλίζεται εκ νέου η νομιμότητα (σύμφωνα με την Βυζαντινή Νομοθεσία και Εθιμοτυπία) της συνθέσεως των «Κομβέντων (= Γενικών Συνελεύσεων)» της αναβιωσάσης Ιεράς Συγκλήτου, εξ επόψεως «origo (ήτοι καταγωγής)» των συμμετεχόντων Λαμπροτάτων (= εκ καταγωγής «καταλεγέντων και αριθμηθέντων» Συγκλητικών), για να εκπληρωθεί το υπό του Μεγάλου Αθανασίου ρηθέν: «Όπου γαρ Θεός βούλεται, νικάται φύσεως Τάξις».

Σημείωση: Οαναφερόμενος στην παρούσα μελέτη κατάλογος των Ταγμάτων του Βασιλικού Στρατού που αποτελούσαν την Ανακτορική Φρουρά του Μεγάλου Παλατίου της Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας δεν είναι πλήρης αλλά ενδεικτικός και ως εκ τούτου θα συμπληρώνεται από καιρού εις καιρόν στην παρούσα ιστοσελίδα.

Έρρωσθε!

 Εν έτει ,ζφ΄ιε΄ από κτίσεως κόσμου, μηνί Δεκεμβρίωι  ιγ΄

Έδοξεν

Χαρίλαος, Πανυπερσέβαστος του Τάγματος της Ιεράς Συγκλήτου, Μάγιστρος των Θείων Βασιλικών Οφφικίων των Τάξεων του Ιερού Παλατίου, Αρχηγέτης του Θεοφυλάκτου Αρχαιογενούς Λαμπροτάτου Οίκου των Μεταξά, Πάτρων του Τάγματος των Βουκελαρίων και Δικηγόρος, Μεταξάς, υιός Αθανασίου ο Ιατρίδης.


[1] Πρόκειται για την «Πατριαρχική Τάξη των Παραβαλανέων του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου».

[2] Γι αυτό και οι Βυζαντινοί μας πρόγονοι πίστευαν ευλόγως ότι ο επίγειος Βασιλεύς και Αυτοκράτωρ της Θεοσκεπούς Αυτοκρατορίας μας των μέσων αιώνων, ήταν πράγματι ο εκπρόσωπος του Θεού, η εικών του Ουρανίου Παμβασιλέως και Αυτοκράτορος, ο Ύπαρχος του Λόγου, για να υπηρετεί τα ανθρώπινα, αλλά και ο Προστάτης της Εκκλησίας που υπηρετεί τα Θεία, η οποία πάλι τον βοηθεί στην επιτέλεση της Αποστολής του με τα Πνευματικά της όπλα, για να «κυβερνά δια της Θείας Χάριτος» και «ένεκεν Αληθείας, Πραότητος και Δικαιοσύνης» [Τάδε έφη Βασλεύς και Αυτοκράτωρ Θεόφιλος (829-842), απευθυνόμενος προς τη Σύγκλητο, ελεγχθείς υπό του Επισκόπου Θεοδώρου Κριθίνου] κρατώντας στα χέρια του την διεύθυνση των ανθρωπίνων πραγμάτων κοσμικών και πνευματικών.

 [3] Γι αυτό και οι Βυζαντινοί χρονολογούσαν από κτίσεως κόσμου.

[4] Επιμελήθηκε μάλιστα προσωπικώς την χάραξη των ορίων της νέας πρωτεύουσας της νεοσύστατης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ακολουθώντας νυχθημερόν, μαζί με τους ακολούθους του, επί μία εβδομάδα έναν Άγγελο που εμφανίστηκε ειδικά γι αυτόν τον σκοπό?

 [5] Ο πρίγκιψ του Ligne (18ος αι.) το χαρακτήρισε «αθάνατο» και τοποθέτησε τον Λέοντα Στ΄ δίπλα στον Φρειδερίκο τον Μέγα και πάνω από τον Ιούλιο Καίσαρα.

Copyright © 2008 για όλο τον κόσ?ο: Χαρίλαος Α. Ιατρίδης. Το κείμενο, τα στοιχεία και οι εικόνες, (περιλαμβάνονται και τα λογότυπα, τα σήματα, τα σύμβολα, τα εμβλήματα, τα διαγράμματα, τα σχήματα κλπ) που παρατίθενται προορίζονται αποκλειστικά για ιδιωτική χρήση των Μελών της «Φιλοχρίστου των Ρωμαίων Πολιτείας» και απαγορεύεται αυστηρώς η ?ε οποιοδήποτε τρόπο αντιγραφή, αναδημοσίευση, αναπαραγωγή, μετάδοση, ανα?ετάδοση, ?ετάφραση ανατύπωση ?ε οποιονδήποτε τρόπο και μέσο (μηχανικό, έντυπο, ηλεκτρονικό, τηλεοπτικό, φωτοτυπικό, ηχογραφήσεως, οπτικοακουστικό κλπ) του συνόλου ή/και ?έρους του παρόντος κειμένου, ή/και των στοιχείων του, ή/και και των εικόνων του, έστω και περιληπτικά, ή/και κατά παράφραση ή/και κατά διασκευή, ή/και κατά τροποποίηση ή/και κατά αλλοίωση, ή/και κατ? αποκοπή χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη (Ν. 2121/93, άρθ. 51). Η απαγόρευση αυτή ισχύει και για Δη?όσιες Υπηρεσίες, Βιβλιοθήκες, Πανεπιστήμια, Οργανισμούς, Ερευνητικά Κέντρα (άρθ. 18). και εν γένει για οποιουδήποτε είδους φορείς, δημόσιους ή ιδιωτικούς, της Ελλάδας και του εξωτερικού κ.τ.λ. Οι παραβάτες διώκονται (άρθ. 13) και επιβάλλονται κατά τον νό?ο κατάσχεση, αστικές και ποινικές κυρώσεις (άρθ. 64-66).